Ο Έλληνας που βρέθηκε στις φυλακές της Στάζι και η ελευθερία του εξαγοράστηκε με 100.000 μάρκα


Για περίπου τέσσερα χρόνια, από το 1966 μέχρι το 1970, ο Γιώργος Μπακαλιός έκανε καθημερινά αυτό που συνήθιζε να κάνει στο Βερολίνο. Το διαιρεμένο σε Ανατολικό και Δυτικό τομέα Βερολίνο, το οποίο μετά τον πόλεμο μετατράπηκε σε ένα ιδιότυπο «πεδίο μάχης» (μεταφορικά) κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ των πρώην Συμμάχων που πλέον είχαν στραφεί ο ένας απέναντι στον άλλον.

Ούτε για τους Γερμανούς πολίτες ούτε για τους «ουδέτερους» δεν ήταν μια ευχάριστη κατάσταση εκείνη που επικρατούσε στη σημερινή πρωτεύουσα της Γερμανίας. Εκτός από την άκρατη καχυποψία, επικρατούσε και μια ατελείωτη γραφειοκρατία που για να την ξεπεράσει κανείς χρειαζόταν βοήθεια από όπου μπορούσε να την βρει.

Ελάχιστοι ήταν οι άνθρωποι που είχαν το δικαίωμα να μετακινούνται από τον έναν τομέα στον άλλον και ένας από αυτούς ήταν και ο Μπακαλιός ως κοινωνικός λειτουργός της Ευαγγελικής Εκκλησίας της περιοχής. Στην αρμοδιότητά του ήταν να μεσολαβεί και στις δύο πλευρές για τυχόν προβλήματα που μπορεί να προέκυπταν με Έλληνες μετανάστες, πολλοί από τους οποίους δεν γνώριζαν καλά την γερμανική γλώσσα. Ο ίδιος πριν από κάποιο διάστημα, μιλώντας στην Καθημερινή είχε σκιαγραφήσει τα καθήκοντά του με τα παρακάτω λόγια: «Την εποχή εκείνη, για να ταξιδέψει κάποιος με αυτοκίνητο, λεωφορείο ή τρένο έπρεπε να έχει μια ειδική βίζα διέλευσης, όπως την ονόμαζαν, την οποία έπαιρναν στο Ανατολικό Βερολίνο. Πλην των Ανατολικογερμανών, οι άνθρωποι μπαινόβγαιναν σχετικά εύκολα στο Ανατολικό Βερολίνο, πολλοί Έλληνες πήγαιναν για διασκέδαση αλλά και έκαναν σχέσεις με γυναίκες, κάποιοι μάλιστα είχαν δημιουργήσει και οικογένειες. Αλλά και στο Δυτικό Βερολίνο πήγαινα στα εργοστάσια και στους ξενώνες των Ελλήνων και βοηθούσα όπου υπήρχε πρόβλημα. Μην γνωρίζοντας όμως καλά τη γλώσσα και τα της γραφειοκρατίας, πολλοί που πήγαιναν στο Ανατολικό Βερολίνο χρειάζονταν βοήθεια και το συνδικάτο των εργοδοτών του Δυτικού Βερολίνου ζητούσε τη συνδρομή της Ευαγγελικής Εκκλησίας που, ως υπάλληλό της, έστελνε εμένα για τη διεκπεραίωση. Πηγαινοερχόμουν νόμιμα και δεν είχα κανένα πρόβλημα, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα»…

Την 15η Μαΐου 1970 ο Μπακαλιός έκανε την συνηθισμένη διαδρομή του μεταξύ των φυλακίων όχι για να εξυπηρετήσει κάποιον ξένο αλλά τους γονείς του. Μαζί του βρίσκονταν ο πατέρας και η μητέρα του προκειμένου να βγάλουν και εκείνοι βίζα διέλευσης με τελικό προορισμό την Ελλάδα. Πράγματι αφού διεκπεραιώθηκε η διαδικασία στο αρμόδιο γραφείο, επιβιβάστηκε με τους δικούς του σε ένα αμάξι για να φύγουν, όμως μετά από μερικά τετράγωνα δύο άλλα αμάξια τους έκλεισαν τον δρόμο και από το πουθενά εμφανίστηκαν άνδρες της Στάζι που με συνοπτικές διαδικασίες συνέλαβαν τόσο τον ίδιο όσο και τον πατέρα του.
Γνωρίζοντας τις πρακτικές της διαβόητης μυστικής υπηρεσίας της Ανατολικής Γερμανία, ο Μπακαλιός αντιλήφθηκε ότι βρισκόταν σε κίνδυνο, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί τον τρόπο με τον οποίο κύλησαν τα πράγματα. Ξαφνικά έμαθε ότι κατηγορείται για κατασκοπεία και πριν καλά-καλά καταλάβει τι συμβαίνει, βρέθηκε να καταδικάζεται σε πολυετή φυλάκιση. Για την ακρίβεια σε κάθειρξη 12 χρόνων, αφού κρίθηκε ένοχος για παροχή πληροφοριών στους δυτικούς αλλά και στην ΕΥΠ.

Το σοκ ήταν τεράστιο, αλλά ο Μπακαλιός δεν είχε τρόπο να υποστηρίξει την αθωότητά του. Το μόνο παρήγορο για εκείνον ήταν ότι ο πατέρας του ο οποίος επίσης αρχικά θεωρήθηκε ύποπτος, αφέθηκε μετά από 7μηνη κράτηση στα κρατητήρια της Στάζι…

Στα χρόνια που ακολούθησαν οι σχέσεις της Ελλάδας με την Ανατολική Γερμανία σταδιακά αποκλιμακώθηκαν και η υπόθεση της απελευθέρωσής του αναθερμάνθηκε πάνω που εκείνος είχε αρχίσει να χάνει τις ελπίδες του και σκεφτόταν ότι θα παρέμενε για 12 χρόνια στην φυλακή. Η πρεσβεία στο Ανατολικό Βερολίνο δραστηριοποιήθηκε πιο έντονα, ερχόμενη σε συνεννόηση με Αμερικανούς και Βρετανούς αξιωματούχους. Εκείνη την εποχή ήταν αρκετά συνηθισμένη η ανταλλαγή κρατουμένων μεταξύ των δύο πλευρών και σε μία από αυτές, τον Μάιο του 1976, μπόρεσε να μπει και ο Μπακαλιός. Μάλιστα, όπως προκύπτει, για αυτόν δόθηκαν 100.000 μάρκα με τα οποία εξαγοράστηκε ουσιαστικά η ελευθερία του.

Περίπου 13 χρόνια μετά, το Τείχος αποτελούσε παρελθόν και έπεφτε, ανοίγοντας τον δρόμο στον κόσμο όπως τον ξέρουμε σήμερα. Μετά την ένωση των δύο Γερμανίων, εκατοντάδες χιλιάδες (ή πιο σωστά εκατομμύρια) φάκελοι της Στάζι αποχαρακτηρίστηκαν και ο καθένας μπορούσε να βρει τον δικό του και να μάθει ποιοι και γιατί τον παρακολουθούσαν ή –ακόμη χειρότερα- τον είχαν καταδώσει.

Για τον Μπακαλιό ήταν το απόλυτο σοκ. Ο δικός του φάκελος περιείχε 11.000 σελίδες, με αναφορές για την καθημερινότητά του. Πού πήγαινε, τι έκανε, ποιους συναντούσε. Και το χειρότερο όλων; Μα φυσικά το γεγονός ότι πολλές πληροφορίες τις είχε μεταφέρει στην Στάζι ένας συμπατριώτης του. Ένας Έλληνας με καταγωγή από την Πελοπόννησο, ο οποίος είχε «καρφώσει» ακόμη και μια συνομιλία τους στην οποία ο Μπακαλιός απλά είχε εκτιμήσει το μάλλον προφανές. Ότι δηλαδή η σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία θα αποτελούσε την αρχή του τέλους για το Ανατολικό μπλοκ. Σύμφωνα μάλιστα με τον ίδιο, αυτόν τον άνθρωπο τον είχε βοηθήσει πολλές φορές στο παρελθόν…

Σχόλια