Οι Ελληνίδες Της Επανάστασης / Οι θρυλικές Τζαβέλαινες!


Από Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης

Στην κλασική πρόσληψη της Επανάστασης του 1821, δυο γυναικείες μορφές δεσπόζουν: η Μαντώ Μαυρογένους και η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα.Αν και ο πόλεμος δεν είναι γυναικεία δουλειά και πολύ περισσότερο δεν μπορεί να καταστεί κριτήριο ισότητας, σε περιόδους έντονων αναταραχών, οι εξαιρέσεις τείνουν να γίνονται ο κανόνας. Παρά ταύτα, για την συμβολή των γυναικών στην επανάσταση του 1821 γνωρίζουμε σίγουρα λιγότερα καθώς δεν διασώθηκαν ιδιαίτερα τεκμήρια και πληροφορίες από τους ιστορικούς.
Σημαντική υπήρξε ωστόσο η συνδρομή της Καλλιρόης Παρρέν και των συνεργατριών της, που συγκέντρωσαν ψήγμα το ψήγμα τις σχετικές πληροφορίες τις οποίες και δημοσίευσαν στην «Εφημερίδα των Κυριών». Εξίσου σημαντικός υπήρξε και ο ζήλος της Σωτηρίας Αλιμπέρτη, πρωτοπόρας Ελληνίδας φεμινίστριας και εκπαιδευτικού, η οποία μάλιστα ίδρυσε τον πρώτο γυναικείο σύλλογο στην Ελλάδα, την Εργάνη Αθηνά. Η Αλιμπέρτη είχε φροντίσει να συλλέξει σχετικό υλικό με τη δράση αρκετών γυναικών στην Επανάσταση. Το υλικό αυτό μετά το θάνατό της συνελέγη και απετέλεσε έναν ιδιαίτερο τόμο για τις ηρωίδες του 1821.
Μόσχω Λάμπρου Τζαβέλα

Προεπαναστατικά, στο Σούλι, για παράδειγμα, έναν τόπο απομονωμένο που δεν καλλιέργησε ούτε τα γράμματα ούτε τις τέχνες, ούτε καν το εμπόριο, παρά μόνο την κτηνοτροφία, οι γυναίκες γυμνάζονταν στα όπλα, προφανώς διότι αυτό προέκυπτε από τις ανάγκες της καθημερινότητας που ζούσαν. Την ξεχωριστή περίπτωση της Μόσχως Τζαβέλα διασώζει ο Φωτιάδης στον «Καραϊσκάκη». «Τρακόσες άδραξαν τ’ άρματα και χίμηξαν μπροστά με τη Μόσχω. Απάνω τους, φώναζε η μια στην άλλη, απάνω τους, τι τα κοιτάμε τα σκυλιά; Αυτές δεν ήταν γυναίκες, μα μαινάδες. Ξεμαλλιασμένες ή ουρλιάζοντας με γυμνωμένα τα σπαθιά στα χέρια χύθηκαν να φάνε τους οχτρούς. Οι Αληπασαλίδες, άμα τις είδαν να ροβολάνε κατά πάνω τους, τις άρχισαν στις βρισιές και στα αισχρόλογα. Τότες η Μόσχω η Τζαβέλαινα, μπροστά στον θάνατο, σηκώνει τα φουστάνια της και δείχνοντας τ’ απόκρυφά της φωνάζει: Να ωρέ Τούρκοι, ελάτε αν σας κιοτάει!».

Μπροστά σε αυτό το θέαμα των μαχόμενων γυναικών, οι Αλβανοί έκπληκτοι και τρομαγμένοι, το έβαλαν στα πόδια με τη Μόσχω μαινόμενη να τους κυνηγά ξοπίσω. Αλαφιασμένη από το κυνηγητό, φτάνει στον πύργο που υπερασπίζεται ο ανιψιός της Κίτσος Τζαβέλας και τον αντικρίζει νεκρό. Τότε σκύβει, τον φιλά και του σκεπάζει βιαστικά το πρόσωπο με την ποδιά παίρνοντας στο κατόπι τον στρατό του Αλή Πασά. Στο πλάι της πολεμά κι η κόρη της η Σόφω. Ο Αλή Πασάς, ντροπιασμένος, πηδάει στο άλογο και τρέχει καλπάζοντας να κρυφτεί στα Γιάννενα.
Μόσχω Λάμπρου Τζαβέλα

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης αργότερα θα αποθανατίσει τη σκηνή αυτή στο γνωστό του ποίημα «Φυγή»:

«T’ άλογο! τ’ άλογο! Oμέρ Bριόνη,
το Σούλι εχούμησε και μας πλακώνει.
T’ άλογο! τ’ άλογο! ακούς, σουρίζουν
ζεστά τα βόλια τους, μας φοβερίζουν.

Η Μόσχω πέθανε μεταξύ των ετών 1795-1803.

Δέσπω Φώτου Τζαβέλα

Την ιστορία αυτη διασώζει ο Γιάννης Βλαχογιάννης στο βιβλίο του «Ιστορική Ανθολογία, Ανέκδοτα – Γνωμικά – Περίεργα – Αστεία εκ του βίου διάσημων Ελλήνων 1820-1864». Εκεί γράφει ότι σε ένα νησάκι τον Κάλαμο που είναι δίπλα στην Ιθάκη είχαν καταφύγει πολλοί Σουλιώτες, ανάμεσά τους και η Δέσπω η Τζαβέλαινα, η γυναίκα του Φώτου, που ήταν γνωστή από τους πολέμους του Σουλίου με τον Αλή Πασά πριν από το 1821. Εκεί, λοιπόν, στα Επτάνησα, οι Σουλιώτες δεν σταμάτησαν τον πόλεμο που τον συνέχιζαν στο πλευρό των εκεί αδελφών τους. Ανάμεσα στους Σουλιώτες πολεμούσαν και τα δυο παιδιά της Τζαβέλαινας, ο Κίτσος και ο Ζυγούρης ώσπου έφτασε η είδηση πως σκοτώθηκαν στη μάχη και τα δυο.


Τότε μας διηγείται ο Βλαχογιάννης ξεκίνησαν οι Σουλιώτισσες τους θρήνους και τα μαλλιοτραβήγματα, μέχρι που πετάχτηκε ορθή η Δέσπω, έριξε πίσω τα μαλλιά της, σφούγγισε τα δάκρυά της και είπε: «Παύτε ωρέ τα κλάματα. Πάσχα έρχεται, σηκωθείτε τώρα να βάψουμε τ’ αυγά, τι είναι αμαρτία κι ο θεός μπορεί να μας οργιστεί.» Η πληροφορία του θανάτου τους όμως ήταν λάθος και το θρήνο τον διαδέχτηκε η χαρά…

Για τη Δέσπω Φώτου Τζαβέλα γράφει και η Καλλιρρόη Παρρέν: «Στην Κέρκυρα, η ρωσική κυβέρνηση πήρε απόφαση να σχηματίσει εξ αυτών (των Σουλιωτών) στρατιωτικόν σώμα, το οποίον εσκόπευε να χρησιμοποιήσει σε δεδομένη στιγμή. Η Κέρκυρα και όλη η Επτάνησος διετέλη υπό ρωσικήν προστασίαν. Διετάχθη λοιπόν ο εκεί Ρώσος στρατηγός Ανρέπ να σχηματίσει οκτώ νέους λόχους από Σουλιώτες εθελοντές, εις τους οποίους διόρισε αξιωματικούς Σουλιώτες. Ο Φώτος Τζαβέλας, ο Δαγκλής, ο Ζέρβας, ο Δράκος κ.ά. Στρατολόγησε και γυναίκες. Ούτω, η σύζυγος Φώτου Τζαβέλλα ήταν ανώτερη αξιωματικός λόχου εις τον οποίον είχε ταχθεί ο σύζυγός της ως λοχαγός. Έλαβε βαθμό ταγματάρχου σε λόχο που ήταν ο άνδρας της λοχαγός…

https://www.topontiki.gr/

Σχόλια